- ἕδρην
- ἕδραsitting-placefem acc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… … Hofmann J. Lexicon universale
βύω — (Α) κλείνω, αποφράσσω, ταπώνω (α. «νήματος βεβυσμένος» βουλωμένος με νήμα β. «βύσας τὴν ἕδρην σπόγγῳ» αφού έβαλε στον πρωκτό του σπόγγο για τάπα γ. «τὰ ὦτα βεβυσμένος» αυτός που έχει βύσμα στ αφτιά και δεν ακούει). [ΕΤΥΜΟΛ. Τόσο το βύω όσο και το … Dictionary of Greek
συνδέω — ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνδέω Α [δέω (II) / δένω] 1. ενώνω, δένω μαζί δύο ή περισσότερα πράγματα με σκοπό τη συγκράτησή τους 2. συνάπτω πνευματικούς, ψυχικούς ή άλλους δεσμούς ή και συμφέροντα με κάποιον (α. «τούς συνδέει στενή φιλία» β. «τὸ μὲν γὰρ… … Dictionary of Greek